- σκορπιδόχορτο
- το, Ν1. το φυτό σκορπίδι2. φρ. «έγινε σκορπιδόχορτο» — λέγεται για χρηματικό ποσό ή για περιουσία που σπαταλήθηκε άσκοπα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορπίδι — Μικρό νησί στο Ιόνιο πέλαγος. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του νησιού Σκορπιός. * * * το, Ν [σκορπίς, ίδος] 1. κοινή ονομασία δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, τού Scorpaena porcus, δηλαδή τού καθαυτό σκορπιού, και τού Scorpaena notata 2. το… … Dictionary of Greek
σκουπιδόχορτο — το, Ν το σκορπιδόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + χόρτο] … Dictionary of Greek
χρυσόχορτο — το, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τών φυτών σκορπιδόχορτο και σπληνόχορτο … Dictionary of Greek
σκορπίδι — το 1. είδος ψαριού, σκορπίνα. 2. είδος φυτού, σκορπιδόχορτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκουπιδόχορτο — το το σκορπιδόχορτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)